- φωτοβολία
- φωτοβολία, η και φωτοβολιά, ηη ιδιότητα του φωτοβόλου (βλ. λ.), λάμψη, ακτινοβολία φωτός, φεγγοβολήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοβολία — η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν ακτινοβολία φωτός νεοελλ. φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βολία (< βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολία] … Dictionary of Greek
φωτοβολίαις — φωτοβολία beam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… … Dictionary of Greek
φωτοβολή — η, Ν [φωτοβολώ] φωτοβολία … Dictionary of Greek
φωτοβόλημα — ήματος, το, Ν Μ [φωτοβολῶ] ακτινοβολία φωτός, φωτοβολία … Dictionary of Greek
Γκάισλερ, Χάινριχ — (Heinrich Geissler, Ίγκελσιμπ, Θουριγκία 1815 – Βόνη 1879). Γερμανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως υπάλληλος υαλουργείου στο Τίμπινγκεν, εγκαταστάθηκε μετά στην Ολλανδία και το 1854 πήγε στη Βόνη, όπου ίδρυσε εργοστάσιο οργάνων φυσικής και χημείας που… … Dictionary of Greek